- ἀκαταγνώστως
- ἀκατάγνωστοςnot to be condemnedadverbialἀκατάγνωστοςnot to be condemnedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάγνωστος — ἀκατάγνωστος, ον (AM) [καταγιγνώσκω] 1. ακατηγόρητος, ακαταδίκαστος 2. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τίποτε, ο ανεπίληπτος επίρρ. ἀκαταγνώστως κατά τρόπο ανεπίληπτο, αλλά και χωρίς εξαίρεση … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» … Православная энциклопедия